-έω1. φέρνω ισορροπία2. προβαίνω στην εργασία της εξισορρόπησης ενός κινητήρα, μιας μηχανής, ενός οργάνου κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισο-ρροπώ (< ίσος + ροπή)].