ἐπίφλεβος, -ον (Α)αυτός που οι φλέβες του προεξέχουν από την επιφάνεια του δέρματος («ἔσω δ’ ἄλλο μόριον σταφυλοφόρον, κίων ἐπίφλεβος», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλεψ «φλέβα»].