επανεκδίδω

Greek Monolingual

1. εκδίδω εκ νέου ένα έντυπο, δημοσιεύω σε νέα έκδοση
2. επαναλαμβάνω την έκδοση εντύπου, εφημερίδας κ.λπ., η οποία είχε διακοπεί.