επιβράδυνση

Greek Monolingual

η
1. ελάττωση της ταχύτητας, του ρυθμού
2. (για χρόνο) χρονική καθυστέρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιβραδύνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβράδυνσις μαρτυρείται από το 1786 στον Χριστόδ. Ακαρνάνα].