επιδίωξη

Greek Monolingual

η (AM ἐπιδίωξις) επιδιώκω
νεοελλ.
επίμονη προσπάθεια για την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος
αρχ.-μσν.
επίμονη καταδίωξη.