επιθετικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιθετικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την τάση να επιτίθεται («επιθετική συμπεριφορά», «τὸν στρατηγὸν εἶναι χρὴ ἐπιθετικόν», Στράβ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επίθετο, που έχει την ιδιότητα ή τη θέση επιθέτου («επιθετικός προσδιορισμός»)
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) αυτός που έχει χαρακτήρα επιθέσεως («επιθετική κίνηση»)
2. αυτός που εκδηλώνεται με επίθεση («επιθετικός πόλεμος»)
3. (για πολεμικά όργανα) αυτός που χρησιμεύει για επίθεση («επιθετικά όπλα»)
αρχ.
1. τολμηρός, επιχειρηματικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθετικόν
α) επιχείρηση
β) επίθετο.