επικτίζω

Greek Monolingual

ἐπικτίζω (AM)
1. χτίζω ξανά πάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια («καλοῦσι δὲ παλαιὰν Ἐρέτριαν, ἡ δὲ νῦν ἐπέκτισται», Στράβ.)
Ι μσν. κτίζω ως προσθήκη ανυψώνοντας κτίσμα
αρχ.
ιδρύω, χτίζω («πόλεις ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔονεσι», Πλούτ.).