εσοδεία

Greek Monolingual

και σοδειά, η
1. η συγκομιδή, το σύνολο τών καρπών ή προϊόντων που συγκεντρώνονται αφού ωριμάσουν σε κτήμα, περιοχή κ.λπ.
2. διάφορα τρόφιμα συγκεντρωμένα για μια χρονική περίοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από το μσν. εισοδεία (< εισοδεύω). Συνηθέστερος ο παράλληλος τύπος σοδειά, που προέρχεται επίσης από το μσν. εισοδεία με συνίζηση του φωνηεντικού συμπλέγματος -εια- και σίγηση του άτονου αρχικού φθόγγου ι].