ευδαιμονώ
Greek Monolingual
-έω (ΑΜ εὐδαιμονῶ, εὐδαιμονέω Μ και εὐδαιμονάω) ευδαίμων
είμαι πράγματι ευτυχισμένος, δεν έχω δυσκολίες ή στενοχώριες
αρχ.
1. πλεονεκτώ («ἡ τυραννὶς πολλὰ τ' ἄλλ' εὐδαιμονεῖ κἄξεστιν αὐτῇ δρᾶν... ἂ βούλεται», Σοφ.)
2. και ως ευχή («εὐδαιμονοίης», Ευρ.).