η (ΑΜ εὐρωστία) εύρωστος1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ' εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.).