Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ευρύπορος
Greek Monolingual
εὐρύπορος, -ον (ΑΜ) (για τη θάλασσα) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν πολλά πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ.<ευρυ- +πόρος.