εχθοδοπός

Greek Monolingual

ἐχθοδοπός, -όν (Α)
1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητοςπόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο του έχθος με επίθημα -δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ' άλλη άποψη < εχθο-δαπός με εξακολουθητική αφομοίωση (α > ο)].