εχθρώδης

Greek Monolingual

ἐχθρώδης, -ες (ΑΜ) εχθρός
γεμάτος εχθρότητα, εχθρικός.
επίρρ...
ἐχθρωδῶς (ΑΜ)
με εχθρικό τρόπο, εχθρικά.