εὔβοτος, -ον (Α)1. (για περιοχή) αυτός που έχει άφθονη και καλή βοσκή («τοῖς ζῴοις πᾶσιν εὔβοτον», Πλάτ.)2. ευτραφής, καλοθρεμμένος («εὔβοτος ἀμνός», Θεόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγίβοτος, βούβοτος].