εἰσκηρύσσω

English (LSJ)

Att. εἰσκηρύττω, proclaim by herald, Ar. Ach.135 (Pass.), Inscr.Prien.5.9 (Pass., iv B.C.); call into the lists for combat, S.El. 690:—Pass., εἰ. εἰς τοὺς ἀγῶνας SIG286.11 (Milet., iv B.C.), cf. D.C. 61.20.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω Ar.Ach.135; ἐσ- Sitz.Wien. 166(1).1911.20 (Trecén, heleníst.), D.C.61.20.1; dór. -καρ- Sitz.Wien.l.c.
anunciar mediante heraldo las pruebas en un certamen agon., S.El.690, a asistentes destacados (αὐτοὺς) εἰσκηρύσ[σει] ν δὲ καὶ ἐν τοῖς ἀγῶσιν εἰς [πρ] οεδρίαν IM 7b.11 (III a.C.), más frec. en v. pas. ἐς τοὺς ἀγῶνας ἐσκαρύσσεσθαι ἐς προεδρίαν αὐτὸν καὶ ἐκγόνους Sitz.Wien.l.c., cf. Milet 1(3).136.11 (IV a.C.), SEG 29.1149.8 (Teos III/II a.C.), εἰσκηρύσσεσθαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἀγῶσιν καθότι καὶ οἱ ἄλλοι εὐεργέται IM 92b.12 (II a.C.), cf. IPr.5.9 (IV a.C.), tb. en cont. no agon. ref. pers. anunciadas solemnemente ἕτερος ἀλαζὼν οὗτος εἰσκηρύττεται Ar.Ach.135, ὀνομαστί D.C.l.c.

French (Bailly abrégé)

c. εἰσκηρύττω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκηρύσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ, -ξω, προσκαλῶ διὰ τοῦ κήρυκος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 135· προσκαλῶ εἰς ἀγῶνα, Σοφ. Ἠλ. 690, πρβλ. Δίωνα Κ. 61. 20.

Greek Monolingual

εἰσκηρύσσω (Α)
1. καλώ με κήρυκα
2. προσκαλώ σε αγώνα.

Greek Monotonic

εἰσκηρύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, καλώ, συγκαλώ, προσκαλώ μέσω δημόσιου κήρυκα, σε Σοφ., Αριστοφ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
to summon by public crier, Soph., Ar.