εὐθυκτέανον

English (LSJ)

ἰθὺ πεφυκυῖαν, εἰς ὀρθόν, Id. (-κτέσαν cod., cf. ἰθυκτέανον, εὐκτέανος.)

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυκτέανον: (αἰτιατ. θηλ.)· «ἰθὺ πεφυκυῖαν, εἰς ὀρθὸν» Ἡσύχ.