εὐθύπνοος

English (LSJ)

εὐθύπνοον, contr. εὐθύπνους, εὐθύπνουν,
A straight-blowing, Pi.N. 7.29; ἄνεμοι Arist.Mu.394b35.
II breathing freely, Hp.Epid.6.2.19.

German (Pape)

[Seite 1071] zsgzgn -πνους, 1) in gerader Richtung wehend, Ζέφυρος Pind. N. 2, 7; Arist. mund. 4, 14. – 2) gerade, leicht athmend, Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

εὐθύπνοος: стяж. εὐθύπνους 2 дующий прямо, т. е. благоприятный (Ζέφυρος Pind.; ἄνεμος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐθύπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ πνέων κατ’ εὐθεῖαν, Πινδ. Ν. 7. 42, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 14. ΙΙ. ἀναπνέων ἐλευθέρως Ἱππ. 1170Ε.

English (Slater)

εὐθύπνοος with unswerving blasts εὐθυπνόου Ζεφύροιο πομπαὶ (N. 7.29)