εὐπρεπίζω
English (LSJ)
in Pass., to be acceptable, Aq.Ps.140(141).6.
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐπρεπίζω) ευπρεπής
κάνω κάτι ευπρεπές, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω
μσν.
μέσ. εὐπρεπίζομαι
1. είμαι προικισμένος με κάτι
2. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος
αρχ.
παθ. είμαι δεκτός, ευπρόσδεκτος.