εὐσύμβλητος

English (LSJ)

old Att. εὐξύμβλητος, ον, = εὐσύμβολος (easy to divine, easy to understand) 1, τέρας Hdt. 7.57 ; ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητος ἡ χρησμῳδία A. Pr. 775.

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύμβλητος;
ος, ον :
facile à conjecturer, à deviner.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.

German (Pape)

leicht zu erraten, zu verstehen, χρησμῳδία εὐξ. Aesch. Prom. 777; τέρας Her. 7.57.

Russian (Dvoretsky)

εὐσύμβλητος: староатт. εὐξύμβλητος 2 легко разгадываемый, нетрудный для истолкования (χρησμῳδία Aesch.; τέρας Her.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύμβλητος: καὶ ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβλητος, ον, = τῷ ἑπομ., τέρας εὐσ. Ἡρόδ. 7. 57· ἥδ’ οὐκέτ’ εὐξύμβλητοςχρησμῳδία Αἰσχύλ. Πρ. 775.

Greek Monolingual

εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητοςχρησμῳδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ-βλητός (< συμβάλλω)].

Greek Monotonic

εὐσύμβλητος: αρχ. Αττ. εὐ-ξυμβ-, -ον, = το επόμ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

= εὐσύμβολος, Hdt., Aesch.]

English (Woodhouse)

intelligible, easy to conjecture, easy to divine, easy to guess, easy to understand