εὔτυκτος
English (LSJ)
εὔτυκτον, (τεύχω) well-made, well-wrought, κυνέη Il.3.336, etc.; ἱμάσθλη 8.44, etc.; κλισίη 10.566, Od.4.123; κυνέα B.17.50; κρέα εὔ. ποιήσασθαι to get meat ready for eating, v.l. in Hdt.1.119.
German (Pape)
[Seite 1104] p. ἐυτυκτος, gut gemacht, schön gearbeitet, κυνέη Il. 3, 336, ἱμάσθλη 8, 44, κλισίη 10, 566. 13, 240, Sessel Od. 4, 123 u. sp. D., σανίδες Ap. Rh. 1, 287, βωμός Opp. H. 5, 307; – κρέα εὔτυκτα ποιεῖσθαι, wohl zubereiten lassen, Her. 1, 119.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰτυκτος;
ος, ον :
bien travaillé, bien préparé.
Étymologie: εὖ, τεύχω.
Russian (Dvoretsky)
εὔτυκτος: эп. ἐΰτυκτος 2
1 хорошо изготовленный, красиво сработанный, изящный (κυνέη, κλισίη Hom. χοάνη Emped.);
2 хорошо приготовленный (κρέα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔτυκτος: -ον, (τεύχω) καλῶς κατασκευασμένος, καλῶς ἐξειργασμένος, κυνέη Ἰλ. Γ. 336, κτλ.· ἱμάσθλη Θ. 44, κλ.· κλισίη Κ. 566, Ὀδ. Δ. 123· κρέα εὔτ. ποιεῖσθαι, παρασκευάζειν αὐτὰ πρὸς τροφήν, Ἡρόδ. 1. 119, Βακχυλ. 17. 50.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
εὔτυκτος: -ον (τεύχω),·
1. καλοφτιαγμένος, καλά κατασκευασμένος, κατεργασμένος, σε Όμηρ.
2. έτοιμος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
εὔ-τυκτος, ον τεύχω
1. well-made, well-wrought, Hom.
2. ready, Hdt.