ζεύκτης: -ου, ὁ, οὐχὶ ζευκτὴς) = ζευκτήρ, Ἡσύχ. ἐν λ. ζευξίλεως, ἴδ. Κόντ. ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 433.