ζυγητή

Greek (Liddell-Scott)

ζυγητή: ἡ, «κλεὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζυγητή, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ κλείς», το κλειδί.