Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ζωοφοβία
Greek Monolingual
η ιατρ.ψυχοπάθειακατά την οποία καταλαμβάνεται κάποιος από αδικαιολόγητο φόβο με τη θέα και μόνο ορισμένων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. zoophobia<zoo- (πρβλ. ζωο- [ΙΙ]) +phobia (πρβλ. φοβία)].