ἡλιαστής, ὁ (Α) ηλιάζομαι1. δικαστής που αποτελούσε μέλος του δικαστηρίου της ηλιαίας2. (γλώσσ.) γναφέας, λευκαντής μαλλιών ή μάλλινων υφασμάτων.