η (AM ἡμερότης) ήμερος
(για πρόσ. και για ζώα) η πραότητα, η ηπιότητα («ἡμερότης καὶ ἀγριότης», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
τίτλος Βυζαντινών αυτοκρατόρων («ἡ ἡμετέρα ἡμερότης», Ιουστιν.)
αρχ.
(για χώρα) η καλλιέργεια («τὴν δέ αὔξησιν καὶ ἡμερότητα», Ιπποκρ.).