τά, cost of reaping, POxy.277.8(i B.C.).
θέριστρα, τὰ (Α)τα έξοδα του θερισμού, τα θεριστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα -τρα, πληθ. του -τρον (πρβλ. δίδακτρα, εύρετρα)].