θαλασσόχροος
German (Pape)
[Seite 1183] meerfarbig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θαλασσόχροος: -ον, ἔχων τὸ τῆς θαλάσσης χρῶμα, ὑάκινθος Ψελλ. π. Λίθ. 20· ἀλλ. -χρως.
[Seite 1183] meerfarbig, Sp.
θαλασσόχροος: -ον, ἔχων τὸ τῆς θαλάσσης χρῶμα, ὑάκινθος Ψελλ. π. Λίθ. 20· ἀλλ. -χρως.