θαλασσόχρωμος

Greek Monolingual

-η, -ο και θαλασσόχρους, -ουν
αυτός που έχει το χρώμα της θάλασσας, γαλαζοπράσινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. μονόχρωμος, πολύχρωμος].

English

sea-coloured, sea-colored