θανεῖν

French (Bailly abrégé)

épq. θανέειν;
inf. ao.2 de θνῄσκω.

Greek Monotonic

θᾰνεῖν: απαρ. αόρ. βʹ του θνῄσκω.

German (Pape)

aor.2 zu θνῄσκω.