θεημοσύνη
{{LSJ1 |Full diacritics=θεημοσύνη |Medium diacritics=θεημοσύνη |Low diacritics=θεημοσύνη |Capitals=ΘΕΗΜΟΣΥΝΗ |Transliteration A=theēmosýnē |Transliteration B=theēmosynē |Transliteration C=theimosyni |Beta Code=qehmosu/nh |Definition=ἡ, contemplation: a [[problem], AP11.352.10 (Agath.). }}
German (Pape)
[Seite 1191] ἡ, Beobachtung, Agath. 68 (XI, 352).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sujet de contemplation ; problème à résoudre.
Étymologie: θεήμων.
Russian (Dvoretsky)
θεημοσύνη: ἡ созерцание, наблюдение Anth.
Greek (Liddell-Scott)
θεημοσύνη: ἡ, θεωρία, ὑποκείμενον σκέψεως, πρόβλημα, Ἀνθ. Π. 11. 352.
Greek Monolingual
θεημοσύνη, ἡ (Α) θεήμων
1. θέαση, παρατήρηση
2. υποκείμενο σκέψης, πρόβλημα.
Greek Monotonic
θεημοσύνη: ἡ, θεώρηση, παρατήρηση, μελέτη, σχέδιο, ενατένιση, πρόβλημα, σε Ανθ. Π.
Middle Liddell
θεημοσύνη, ἡ,
contemplation: a problem, Anth.