θρασκίας, ὁ (Α)ο θρακίας, άνεμος που πνέει από τη Θράκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος και δυσερμήνευτος τ. του θρᾳκίας, χωρίς να είναι γνωστό ποιος είναι ο αρχικός].