θυμίτης

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (θύμον) flavoured with thyme, ἅλες Ar.Ach.1099; οἶνος Dsc.5.49.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
préparé avec du thym ; θυμίτης οἶνος vin aromatisé de thym.
Étymologie: θύμος.

German (Pape)

οἶνος, mit Thymian abgezogen, Diosc.; ἅλες, Salz mit Thymian abgerieben, Ar. Ach. 737 (wo cod. Rav. θυμητιδᾶν). 1066, gewöhnliches Gewürz für arme Leute.

Russian (Dvoretsky)

θῠμίτης: (ῑ) сдобренный, приправленный (или смешанный с) тимьяном (ἅλες θυμῖται Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

θῠμίτης: ῑ, ου, ὁ, (θύμος) παρεσκευασμένος ἢ μεμιγμένος μετὰ θύμου, ἅλες θυμῖται Ἀριστοφ. Ἀχ. 1099· οὕτως, αὐτόθι 772, περὶ θυμῑτιδᾶν ἁλῶν, ἐξ ὀνομαστ. Θυμιτίδης, ἴδε Δινδόρφ. ἐν τόπῳ· οἶνος Διοσκ. 5. 59.

Greek Monolingual

θυμίτης, ὁ (Α) θύμον
ανακατωμένος ή αρωματισμένος με θύμο, με θυμάρι (α. «ἅλας θυμίτας οἶσε» — φέρε αλάτι ανακατωμένο με ρίγανη, Αριστοφ.
β. «θυμίτης οἶνος» — κρασί αρωματισμένο με θυμάρι, Διοσκ.).

Greek Monotonic

θῠμίτης: [ῑ], -ου, ὁ (θύμον), ανακατεμένος με θυμάρι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θῠμῑ́της, ου, θύμον
flavoured with thyme, Ar.