θυμαριά

Greek Monolingual

η θυμάρι
1. έκταση γεμάτη θυμάρι
2. συστάδα από θυμαριές
2. το φυτό θύμος, το θυμάρι
3. σκούπα από θυμάρια, αγριόσκουπα.