θυσιαστής

English (LSJ)

θυσιαστοῦ, ὁ, a sacrificer, Sch.E.Hec.224.

German (Pape)

[Seite 1228] ὁ, der Opferer, Schol. Eur. Hec. 221.

Greek (Liddell-Scott)

θυσιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ θυσιάζων, θύτης, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 221.

Greek Monolingual

ο (Α θυσιαστής) θυσιάζω
ο θύτης.