η(βιοχ.) παγκρεατική ορμόνη που υπεισέρχεται στον μεταβολισμό τών γλυκιδίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. insulin < λατ. insula «νησί»].