Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ισορρεπής
Greek Monolingual
ἰσορρεπής, -ές (ΑΜ) ισορροπημένος, λογικός. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἰσ(ο)- + -ρρεπής (<ρέπω με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγούμενου βραχέος φωνήεντος), πρβλ. ετερορρεπής, οξυρρεπής].