κάδδος

English (LSJ)

= κάδος (q.v.). καδδρᾰθέτην, v. καταδαρθάνω. καδδῦσαι, Ep. nom. pl. fem. aor. 2 part. Act. of καταδύω. κᾱδεστής, Dor. for κηδεστής. κάδης· ἁγιασμός, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1279] ὁ, = κάδος, Gefäß zum Stimmensammeln, lakon., s. καδδίζω.

Greek Monolingual

κάδδος, ὁ (Α)
βλ. κάδος.

Russian (Dvoretsky)

κάδδος: ὁ дор. (= κάδος) сосуд, преимущ. избирательная урна (у лакедемонян) Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάδδος -ου, ὁ zie κάδος.