κάτθανε

English (LSJ)

v. καταθνῄσκω. κατθᾶξαι, v. καταθήγω. κατθάψαι, v. καταθάπτω. κατθέμεν, κάτθεμεν, κάτθετε, κάτθεσαν, κατθέμεθα, κατθέσθην, κατθέμενοι, κάτθεο, v. κατατίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

κάτθᾰνε: ἴδε ἐν λ. καταθνήσκω.

English (Autenrieth)

see καταθνήσκω.

Greek Monolingual

κάτθανε (Α)
(προστ. αορ. β' αντί κατάθανε του καταθνήσκω)
πέθανε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτθανε ep. aor. 3 sing. van καταθνῄσκω.

German (Pape)

ep. für κατέθανε.