κίνδαλος

English (LSJ)

ὁ, v. κύνδαλος. κίνδαξ, ακος, ὁ, ἡ, = σκίναξ, Hsch., Phot. *κινδάπτω, aor. ἐκίνδαψεν· ἔψηλεν, Hsch.; ἐκινδάψα (ς) κεν· ὑπέψηλεν, Id. κινδαψός, ὁ, v. σκινδαψός.

German (Pape)

[Seite 1439] ὁ, s. κύνδαλος.

Greek (Liddell-Scott)

κίνδαλος: ὁ, ἴδε ἐν λέξ. κύνδαλος.

Greek Monolingual

κίνδαλος, ὁ (Α)
βλ. κύνδαλος.