καθαμέριος

English (LSJ)

Doric for καθημέριος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθᾱμέριος -α -ον Dor. voor καθημέριος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθᾱμέριος: дор. = καθημέριος.