καθηλωτής

English (LSJ)

καθηλωτοῦ, ὁ, one who nails on, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1284] ὁ, der Annagelnde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καθηλωτής: τοῦ, ὁ, ὁ καθηλῶν τι, καρφωτής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

καθηλωτής, ὁ (Α) καθηλώ
αυτός που καθηλώνει, που καρφώνει.