καθ’
Greek (Liddell-Scott)
καθ’: ἱδίαν (= κατ’ ἰδίαν), Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος, CIA. II. 436 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
p. κατά, dev. un esprit rude.
καθ’: ἱδίαν (= κατ’ ἰδίαν), Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν τοῦ Β΄ π.Χ. αἰῶνος, CIA. II. 436 κ. ἀλλ.
p. κατά, dev. un esprit rude.