κακοκρισία
English (LSJ)
ἡ, bad judgment, AP7.236 (Antip. Thess.); ἀπειρία καὶ κ. Plb.12.24.6.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, schlechtes, ungerechtes Urtheil; Pol. 12, 24, 6; Ant. Th. 58 (VII, 236); Ep. ad. 390 (IX, 115).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jugement illégal ou inique.
Étymologie: κακόκριτος.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοκρῐσία: ἡ неправильный суд Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
κακοκρῐσία: ἡ, κακὴ κρίσις, Ἀνθ. Π. 7. 236, Πολύβ. 12. 24, 6.
Greek Monolingual
και κακοκρισιά, η (AM κακοκρισία)
κακή και άδικη κρίση («ἀπειρία καὶ κακοκρισία», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -κρισία (< -κριτος < κρίνω), πρβλ. δικαιοκρισία].
Greek Monotonic
κᾰκοκρῐσία: ἡ (κρίσις), κακή κρίση, εσφαλμένη απόφαση, σε Ανθ.