καλόσαρκος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ καλόσαρκος, -ο[ν])
νεοελλ.
αυτός που έχει καλή σάρκα, με την έννοια ότι επουλώνονται και θεραπεύονται εύκολα τα τραύματα και οι πληγές του
μσν.
αυτός που έχει ωραία σάρκα, εύσαρκος, καλοκάμωτος, καλοσχηματισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. μαλακόσαρκος, παχύσαρκος].