κανίσκος

Greek Monolingual

κανίσκος, ὁ (AM)
(γλώσσα) κάνιστρο, κανίσκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. θολίσκος, στολίσκος)].