κανηφορώ

Greek Monolingual

κανηφορῶ, -έω (Α) κανηφόρος
εκτελώ κανηφορία, φέρω πάνω στο κεφάλι τα ιερά κάνιστρα σε εορταστική πομπή («ἔμελλε γὰρ τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν», Πλούτ.).