κανναβάριος
English (LSJ)
ὁ, (Lat. canabae)
A booth-keeper, stall-holder, Jahresh. 24Beibl.31 (Ephesus).
II = stupparius, Glossaria.
Greek Monolingual
κανναβάριος, ὁ (Α)
1. ο ιδιοκτήτης παραπήγματος, μικρής παράγκας, μικρομάγαζου, όπου πουλούσε διάφορα είδη, ο μικροπωλητής ή αυτός που κατεργαζόταν την κάν(ν)αβη, το καν(ν)άβι, για κατασκευή σχοινιών
2. αυτός που κατασκεύαζε στουπιά από ξέσματα κάν(ν)αβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «μικροπωλητής» < λατ. can(n)aba «καλύβα, παράπηγμα» + κατάλ. -άριος < λατ. -arius. Με τη σημ. «κατασκευαστής σχοινιών ή στουπιών» < κάνναβις με την ίδια κατάλ.].