καργέλι

Greek Monolingual

και καργέρι, το
ναυτ. το σχοινί που χαλαρώνει τα ιστία και τα προΐστια τών ιστιοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. καργέρα, με μεταβολή γένους].