κατάγχουσα

English (LSJ)

ἡ, = ἄγχουσα (alkanet, anchusa, Anchusa tinctoria), Ps.-Dsc.4.23.

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, = ἄγχουσα, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κατάγχουσα: ἠ, = ἄγχουσα, Διοσκ. 4. 23.

Greek Monolingual

κατάγχουσα, ἡ (Α)
το φυτό άγχουσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄγχουσα (ονομασία φυτού)].

Translations