κατάκολλος

English (LSJ)

κατάκολλον, mixed with glue, μέλαν Aen.Tact.31.10.

German (Pape)

[Seite 1355] mit Leim vermischt, μέλαν Aen. Poliorcet. 31.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκολλος: -ον, μεμιγμένος μὲ κόλλαν, μέλαν Αἰν. Τακτ. 31.

Greek Monolingual

κατάκολλος, -ον (Α)
ο αναμεμιγμένος με κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. έγ-κολλος, παρά-κολλος].